- πατερναλισμός
- Όρος –κατά λέξη σημαίνει πατρική συμπεριφορά– που μπήκε σε χρήση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., κυρίως στη πολιτική και στην ιστοριογραφική γλώσσα, για τον χαρακτηρισμό της πολιτικής των κυβερνητών εκείνων που, μην έχοντας εμπιστοσύνη στην ικανότητα των λαϊκών μαζών να αυτοκυβερνηθούν, προσπαθούσαν να τις κατευθύνουν επιβάλλοντας αυταρχικά μεταρρυθμίσεις. Η πολιτική κοινωνικής περίθαλψης που επέβαλε στη Γαλλία ο Ναπολέων Γ’ μετά το 1860, με σκοπό να εξουδετέρωσει την προπαγάνδα των δημοκρατικών, το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων που εφάρμοσε στη Γερμανία ο Βίσμαρκ, αφού απαγόρευσε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όλα αυτά θεωρούνται δείγματα πατερναλιστικής πολιτικής. Tόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο, ο π. βρίσκεται σε αντίθεση με τις δημοκρατικές και σοσιαλιστικές αρχές, που απαιτούν την άμεση συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική και των εργατών στην οικονομική διεύθυνση.
* * *ο1. όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα για να χαρακτηρίσει την αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργατών πρέπει να διέπονται απ' τους κανόνες τής οικογενειακής ζωής, με κύρια χαρακτηριστικά την αμοιβαία στοργή, την κηδεμονία και τον σεβασμό2. συμπεριφορά, στάση ατόμου ή κοινότητας κατά την οποία διατηρείται μια πραγματική σχέση εξάρτησης ή υποταγής υπό το πρόσχημα τής εγκαθίδρυσης σχέσεων με βάση τα οικογενειακά πρότυπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paternalisme < λατ. paternus «πατρικός» (< pater, -tris «πατήρ»)].
Dictionary of Greek. 2013.